περισσοθρησκεία

περισσοθρησκεία
ἡ, Α
(για τους Φαρισαίους) υπέρμετρη θρησκευτικότητα στην εκκλησιαστική τελετουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + θρησκεία (πρβλ. ιερο-θρησκεία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”